Tι θα ήθελα να είχα μάθει στο σχολείο

Θα ήθελα να με είχαν διδάξει:

Να μαγειρεύω, να πλένω, να ράβω.

Να καλλιεργώ τη γη, να φροντίζω τα λουλούδια, να αρμέγω να ψαρεύω.

Να χτίζω, να βάφω, να επισκευάζω τις οικιακές υδραυλικές και ηλεκτρικές εγκαταστάσεις.

Να χειρίζομαι και να επιδιορθώνω μηχανήματα. Το ποδήλατο, το αυτοκίνητο, το ραδιόφωνο, το VIDEO, το ψυγείο, τον ανεμιστήρα, τον κομπιούτερ.

Να παρέχω στον εαυτό μου και στους άλλους πρώτες ιατρικές βοήθειες.

Ο,τι είναι γνωστό για την ερωτική, σεξουαλική συμπεριφορά του ανθρώπου. Την εξέλιξη μέσα στον χρόνο και σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, των διαφορετικών ηθών, εθίμων και γνώσεων γύρω απ’αυτήν. Για την ερωτική ζωή των ζώων.

Να παίζω μουσική.

Την ανίχνευση της επίδρασης και του ειδικού ρόλου στη ζωή, του ήλιου, της σελήνης,  των άστρων, του φυσικού και κλιματικού περιβάλλοντος, της διατροφής, της εργασίας, του έρωτα, της κοινωνικής συγκρότησης.

Την ιστορία όλων των παλιότερων και σύγχρονων πολιτισμών πάνω στη γη μέσα από την οπτική και την ακουστική τους εικόνα, τη φύση τους, τους όρους εργασίας και διαβίωσής τους, τη μουσική, το χορό, τις τέχνες , τη θρησκεία, την κοινωνική τους συγκρότηση.

Ισότιμα, όλες τις σύγχρονες και παλιότερες αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις στη φιλοσοφία, στη θρησκεία, στην ηθική, στην επιστήμη και στην πολιτική. Θα μου άρεσε ένα σχετικό βιβλίο με τίτλο: «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα» και το ακόλουθο επίγραμμα στην πρώτη εσωτερική σελίδα: «Αν η αλήθεια ήταν πάντοτε , παντού, για το καθετί και για τον καθένα μία, οι άνθρωποι δεν θα ήταν τόσο ηλίθιοι να μην συμφωνήσουν στην από κοινού αποδοχή της».

Ακόμα, όταν ήμουνα παιδί θα ήθελα:

Να μη διαχώριζαν τόσο  απόλυτα την αναγκαία προετοιμασία μου για την ζωή από την ίδια τη ζωή μου. Να μπορούσα όσο μου το επέτρεπαν σταδιακά οι δυνάμεις μου όχι μόνο να μαθαίνω αλλά και να κάνω.

Όπως εγώ είχα συναίσθηση της βιολογικής μου μειονεξίας απέναντι στους μεγαλυτέρους μου, να είχαν κι αυτοί συναίσθηση της βιολογικής τους υπεροχής απέναντί μου, και να αποφεύγαν την εξουσιαστική της κατάχρηση στο όνομα της αναγκαίας προς εμένα βοήθειας και συμπαράστασης.

Όταν έκανα κάτι «καλό», δηλαδή πέρα από τις προσδοκίες τους, να μη με εκθείαζαν τόσο πολύ. Κι όταν έκανα κάτι «κακό», δηλαδή κάτω από τις προσδοκίες τους, να μη με μαλώναν τόσο πολύ.

Να με μάθαιναν ότι η μοναδικότητά μου έγκειται όχι μόνο στα φυσικά πλεονεκτήματα και στις δυνατότητές μου, αλλά και στα φυσικά μειονεκτήματα και στις  αδυναμίες μου. Ότι δεν είμαι, πρέπει ή μπορώ να’μαι, ο πρώτος, καλύτερος ή χειρότερος από τον οιονδήποτε. Να μη με υποχρεώναν να μοιάσω με κανέναν εκτός από μένα.

Να μη μου δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση ότι τα’χω ή μπορώ να τα’χω όλα, οδηγώντας με  έτσι αργότερα, όταν αυτό φυσιολογικά διαψευδόταν, στην απογοήτευση και στην άρνηση του εαυτού μου. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια απόκτησης αυτών που δεν είχα, είτε σε μια άρνηση κι αυτών που διέθετα.

Να μη μου προκαθόριζαν με οποιονδήποτε τρόπο το μέλλον ή τις πεποιθήσεις μου. Και να μην αισθάνονταν την ανάγκη να με εξοπλίσουν οπωσδήποτε με κάποιο ιδανικό, κάποια απόλυτη σιγουριά ή αλήθεια, που οι ίδιοι ή κάποιοι άλλοι δεν διέθεταν. Και να μην είχαν το θράσος, όταν αργότερα αυτό με το οποίο οι ίδιοι με είχαν εξοπλίσει διαψευδόταν, να μου πετάξουν χαιρέκακα στα μούτρα: «Δεν στα’λεγα εγώ;».

Μια απέλπιδα (;) ευχή:

Θα υπάρξει άραγε ποτέ μια γενιά που δεν θα πει στην επόμενή της: «Κι ευχαριστημένοι να’σαστε» και δεν θα την αντεκδικηθεί για όσα η ίδια τράβηξε ή στερήθηκε από την προηγούμενή της.

 

 

Μιά άλλη άποψη για την ανάπτυξη

 

                                                                                 «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» 14.12.1989

 

 

Από τότε που ήμουνα παιδάκι δεν θυμάμαι να υπήρχε ποτέ περίοδος στη ζωή μου, που να μην άκουγα γύρω μου ότι «περνάμε οικονομική κρίση».

Και πως να μην περνάμε, όταν μόνιμο μέτρο σύν-κρισης της οικονομίας ήταν και είναι η οικονομία των πιο πλούσιων χωρών της Γης.  Ένας κοντός άνθρωπος π.χ. αν συγκρίνεται μονίμως με έναν υψηλότερό του, θα διαπιστώνει πάντα την «υψομετρική κρίση» του.

Ο βιομηχανικός πολιτισμός ή στη σημερινή του εξέλιξη ο τεχνολογικός πολιτισμός φυσιολογικά επέδρασε και θα επιδρά στην Ελλάδα, όπως εξάλλου και σε κάθε άλλη γωνιά της Γης.

Η Ελλάδα δεν είχε τις μακροχρόνιες εθνικές, πολιτικοστρατιωτικές, οικονομικές και πολιτιστικές προϋποθέσεις για να βρεθεί στο κέντρο αυτής της εξέλιξης, στην πρώτη γραμμή κρούσης αυτού του πολιτισμού και περιορίστηκε-περιορίζεται στο ν’ ακολουθεί.

 

Ορισμένοι επιμέρους συλλογισμοί που οδήγησαν στην ανάγκη συγγραφής αυτού του κειμένου είναι:

-Η αφομοιωτική ικανότητα του βιομηχανικού-τεχνολογικού πολιτισμού, ως προς την Ελλάδα ή και για οποιαδήποτε άλλη χώρα, δεν τίθεται προς αξιολόγηση, έγκριση ή αμφισβήτηση, απλώς υπάρχει.

Τόσο ο στείρος εκθειασμός όσο και το ανάθεμα της αφομοίωσης παρεμποδίζουν τη δυνατότητα παρακολούθησης και δημιουργικής παρέμβασης σε αυτήν τη διαδικασία.

-Η διεθνοποίηση αυτού του πολιτισμού, ενώ είναι αναπότρεπτη, δεν σημαίνει την ισοπέδωση των επιμέρους πολιτισμών.  Κι αυτό όχι γιατί έτσι θα θέλαμε, αλλά γιατί έτσι επίσης είναι.  Και ένα ενιαίο κράτος, που λέει ο λόγος, να γίνει η γη, παραδόσεις και χαρακτηριστικά αιώνων δεν θα εξαλειφθούν από τη μια μέρα στην άλλη.  Επίσης ο ήλιος δεν θα πάψει να στέλνει κάτω από διαφορετικές γωνίες τις ακτίνες του στον πλανήτη, ένα γεγονός που επιδρά βέβαια στην ποικιλία της φύσης, των ανθρώπων συμπεριλαμβανομένων.  

-Τα δεδομένα, οι αξίες, καθώς και οι δείκτες μέτρησής τους, που υπάρχουν στις χώρες εμπροσθοφυλακής του τεχνολογικού πολιτισμού επιδρούν κι επηρεάζουν τις άλλες χώρες.  Αλλά, πρώτον δεν εξαλείφουν τα ιδιαίτερα γνωρίσματα και χαρίσματα αυτών των άλλων χωρών.  Και δεύτερον, δεν δημιουργούν ξαφνικά εκ του μη όντος τη δυνατότητα για ίδιες επιδόσεις, σε όλους τους τομείς, με τις χώρες εμπροσθοφυλακής.

Ας προστεθεί εδώ, ότι οι πιο πλούσιες χώρες ή, στο αρχικό μας παράδειγμα οι πιό ψηλοί άνθρωποι, έχουν κάθε λόγο, για να προβάλλουν τον εαυτό τους, να υπερτονίζουν τη σχετική σημασία των δικών τους συγκριτικών πλεονεκτημάτων, την οικονομική δύναμη ή το ύψος και να υποβαθμίζουν τη σχετική σημασία εξίσου σημαντικών χαρακτηριστικών, που δεν τα διαθέτουν.

 

Ύστερα από την παράθεση αυτών των εισαγωγικών συλλογισμών, ας διατυπωθεί και η κύρια ιδέα αυτού του άρθρου, που είναι ότι:

Η Ελλάδα τα επόμενα 50 χρόνια, για μακροχρόνιους ιστορικούς λόγους, δεν πρόκειται να φτάσει το επίπεδο οικονομικής ευημερίας των πιο πλούσιων χωρών της Γης.  Ας το ξεχάσουμε.  Κι ας σταματήσουμε αυτήν την αέναη, αδιέξοδη και σχιζοφρενική συν-κριση, αυτόν τον απροετοίμαστο κι ατέλειωτο αγώνα δρόμου.

Ένας άνθρωπος ή μια κοινωνία μπορούν να αναπτύξουν τις ικανότητες και τις επιδεξιότητές τους σε ορισμένους τομείς πιο απεριόριστα, σε άλλους πιο περιορισμένα.  Αν επιδιώξουν να κάνουν πράγματα πέρα από τις δυνάμεις τους, το μόνο που θα καταφέρουν είναι να γίνουν γελοίοι και να σπάσουν τα μούτρα τους.  Και το χειρότερο, να μην αξιοποιήσουν, να σνομπάρουν, τις δυνατότητες που πραγματικά έχουν, τα δικά τους συγκριτικά πλεονεκτήματα.

 

Η Ελλάδα δεν έχει ούτε πρόκειται ποτέ να αποκτήσει μεγάλη βιομηχανική παραγωγή.  Δεν έχει κι ούτε πρόκειται να αποκτήσει υψηλή τεχνολογία, τουλάχιστο σε όλους τους τομείς.  Ή δεν έχει ούτε πρόκειται ν’ αποκτήσει την καλύτερη κινηματογραφική παραγωγή.

Είχε κι έχει κάποια αγροτικά προϊόντα.  Αξιόλογη ναυτιλία κι εμπορικές επιδόσεις.  Θα μπορούσε ίσως ν’ αναπτύξει και την εξειδικευμένη παραγωγή κάποιων τεχνολογικών ή βιομηχανικών προϊόντων.

Διαθέτει φυσικό περιβάλλον που το ζηλέυουν οι ξένοι εύποροι φίλοι μας. Αλλά που το ένα τρίτο, του αθηναϊκού πληθυσμού της, το απολαμβάνει όπως κι οι ξένοι, άπαξ του χρόνου, κατά τη διάρκεια των διακοπών.

Είχε κι έχει καλούς ποιητές κι αξιόλογη μουσική παράδοση.  (Τα Νόμπελ κι άλλες διεθνείς διακρίσεις δεν έχουν δοθεί σε αυτήν την χώρα σε επιστήμονες, βιομήχανους ή πολιτικούς, αλλά σε καλλιτέχνες).

 

Ας μην παρεξηγηθεί αυτή η σχηματική παράθεση συγκριτικών πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων.  Κι ας κρατηθεί η επισήμανση ότι: Μια συστηματική ανάλυση αυτών των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων, των ορίων και των δυνατοτήτων, αποφεύγεται από όλες τις πλευρές σαν το διάολο με το λιβάνι.

 

Οι παρενέργειες, οι παρακρούσεις και οι ψευδαισθήσεις αυτής της Μη Αυτογνωσίας είναι και πολλές και ποικίλης απόχρωσης.  Δύο από αυτές είναι:

Πρώτον, ο αγώνας δρόμου για το πλησίασμα των οικονομικών δεικτών, των λοιπών δεικτών ευημερίας και των καταναλωτικών δυνατοτήτων των πιο πλούσιων χωρών της Γης.  Η στάση αυτή διαπερνά το σύνολο της συμπεριφοράς και της νοο-τροπίας του κοινωνικού σώματος, από την πνευματική και πολιτική ηγεσία των Αθηνών μέχρι το τελευταίο χωριό.  Η στάση αυτή, επί το ακριβέστερον η πρεμούρα αυτή, παρεμποδίζει κάθε μακροχρόνιο σχεδιασμό, τη δημιουργία υποδομών, ένα πιο δημιουργικό στιλ δουλειάς, που θα απέβλεπε όχι μόνο στο τρέχον αλλά και στο μακχροχρόνιο όφελος.  Η άκρατη επιθυμία για πλουτισμό, μετουσιωνόμενη, γιατί δεν μπορεί κι αλλιώς, σε αυτό το ιδιόμορφο κράμα νεοπλουτίστικης ξιπασιάς και απάτης, προχειρότητας και φανφάρας, εμποδίζει τον πλουτισμό με την ευρεία έννοια του όρου.  (Και οικονομικό αλλά και ανθρωπιστικό, περιβαλλοντικό, πολιτιστικό κ.λ.π.).

Δεύτερη σημαντική παρενέργεια είναι εκείνη η έμπλεη «εθνικής» περιφάνειας αντίληψη, που διαρρηγνύει τα ιμάτιά της μπροστά στο γεγονός ότι «η Ελλάδα γίνεται ο λαχανόκηπος και το τουριστικό θέρετρο της Ευρώπης».  Λες και δεν ήταν πάντα.  Λες και αυτό είναι «κακό» ή υποτιμητικό.  Ή ότι μπορεί να γίνει αλλιώς.  Ή ότι αυτό είναι το κύριό μας πρόβλημα κι όχι το ότι γινόμαστε ένας ημικατεστραμμένος λαχανόκηπος κι ένα ημικατεστραμμένο θέρετρο της Ευρώπης. 

Ίσως η θεωρία της Ψωροκώσταινας σε αυτό τον τόπο να έχει και μια αθέατη όψη.  Η γνωστή όψη είναι αυτή που θέλει την Ελλάδα μικράν, αδύναμον και πάντα εξαρτημένη.  Και η άγνωστη όψη, αυτή που θέλει την Ελλάδα πανίσχυρη και πάμπλουτη.  Πρόκειται για τις δύο όψει του ίδιου νομίσματος:  Του μίζερου φτωχοπροδρομικού μεγαλοϊδεατισμού.

 

Τι απομένει; 

Μέσα στις δεδομένες και μεταβαλόμενες δυνατότητες αυτής της χώρας και αυτού του λαού.  Μέσα στο δεδομένο και μεταβαλλόμενο διεθνές πλαίσιο (παράγοντες που μακροχρόνια δεν αποφεύγονται και μας καθορίζουν). Να δούμε ποιό είναι το καλύτερο που πραγματικά μπορούμε, κι όχι που θα θέλαμε, να κάνουμε.  Για να μη χάσουμε και τ’ αυγά και τα καλάθια.

 

Ορισμένα ερωτήματα:

Μπορεί η Ελλάδα να αποτρέψει την εξέλιξη του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας;  Την εξέλιξή της στα πλαίσια της ΕΟΚ σα θέρετρό της;  (Ό όρος χρησιμοποιείται καταχρηστικά κι επίτηδες προκλητικά).  Ή το ζητούμενο είναι, το να παρέμβει όσο μπορεί καλύτερα σε αυτήν την εξέλιξη, να γίνει ένα «καλό» θέρετρο όπως εμείς το θέλουμε κι όπως εμάς μας συμφέρει;

Πως μπορούμε να αναπτύξουμε καλύτερα τις δυνατότητές μας σαν λαχανόκηπος και σαν τουριστικό κέντρο;  Με ποιές άλλες δραστηριότητες μπορούμε να τις συνδυάσουμε, για να είναι η ανάπτυξη και η χαρά μας πιο πολύπλευρη;

Τι ρόλο μπορεί να παίξει ο πολιτισμός σ’ αυτή τη χώρα και στα πλαίσια του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας;  Θα μπορούσαν π.χ. τα ελληνικά νησιά να γίνουν διεθνή κέντρα επιστημονικών και καλλιτεχνικών σπουδών, όπου να διδάσκουν καθηγητές και να παρακολουθούν φοιτητές από όλον τον κόσμο;

Ποιές υπηρεσίες και ποιά κυβέρνηση στην Ελλάδα ασχολήθηκαν ποτέ στα σοβαρά ή ασχολούνται με αυτά τα ζητήματα;

Μήπως ο καλύτερος τρόπος υπέρβασης-παρέμβασης στη μοίρα μας, στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας, είναι η αποδοχή της;  Και μήπως η «πολυπλευρικότητα» στην ανάπτυξη προϋποθέτει αρχικά την αποδοχή κι αξιοποίηση των «μονόπλευρων» δυνατοτήτων μας; 

 

 

 

 

Μια ελληνική ουτοπία

 

«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 1-2.1. 1994»

 

 

Υπάρχει, ανάμεσα και σε άλλα, ένα καινούριο φαινόμενο στην ιστορία της ανθρωπότητας κι αυτό είναι η πλανητικοποίηση της ζωής της.  Άνθρωποι, εμπορεύματα, γνώσεις, πολιτισμοί, πολιτικές, μεταβολές στο φυσικό περιβάλλον, μεταφέρονται με απίστευτη ταχύτητα από τη μια γωνιά του πλανήτη στην άλλη.

Το φαινόμενο αυτό οδηγεί ήδη και θα οδηγήσει ακόμη περισσότερο, στο μέλλον, στην ανάγκη άσκησης παγκόσμιας πολιτικής σε όλους τους τομείς, καθώς και στη διαμόρφωση νέων θεσμών και νέων κέντρων από όπου θα ασκείται αυτή η πολιτική.

Οδηγεί επίσης στη μετάλλαξη των τοπικών πολιτισμών που όμως, όσο κι αν αλλάξουν λόγω της αλληλεπίδρασης μεταξύ τους και λόγω της ένταξής τους σε διεθνή συστήματα αναφοράς, δεν πρόκειται ν’απαλλαγούν από την ιδιαιτερότητά τους.  Μια ιδιαιτερότητα που απορρέει τόσο από την παράδοση που αλλάζει, εξελίσσεται αλλά δεν εξαφανίζεται, όσο κι από το ότι οι ακτίνες του ήλιου θα εξακολουθήσουν να πέφτουν κάτω από διαφορετική γωνία πάνω στη γη, διαμορφώνοντας διαφορετικά οικοσυστήματα.

 

Η Ελλάδα θα μπορούσε ίσως, σε αυτή την καινούργια πραγματικότητα,  να παίξει έναν ιδιαίτερο ρόλο τόσο στην άσκηση παγκόσμιας πολιτικής όσο και κυρίως σαν κέντρο άσκησης αυτής της πολιτικής, σε ορισμένους τουλάχιστον τομείς.  Και τούτο όχι γιατί είμαστε περιούσιος λαός, περισσότερο ή λιγότερο περιούσιος από τους Κενυάτες, τούς Βούλγαρους ή τους Αμερικανούς, αλλά για τους παρακάτω λόγους:

Η Ελλάδα είναι ένα ζωντανό μνημείο, μέσα από το οποίο δίνεται η δυνατότητα στην ανθρωπότητα να εξερευνά και να αναγνωρίζει τον εαυτό της.  Εάν ένας λαός δίχως μνήμη δεν έχει μέλλον, δεν έχει ούτε η ανθρωπότητα.

Η γεωγραφική της θέση και η ιστορική-πολιτισμική της παράδοση είναι τέτοια, που θα μπορούσε να ευνοήσει τη διεθνή παρουσία της ως πόλου συνάντησης της Δύσης με την Ανατολή, του Βορρά με το Νότο, διαφορετικών πολιτισμών μεταξύ τους.

Η Ελλάδα όσο κι αν την αμαυρώνει με το παρόν της, εξακολουθεί να ασκεί μια παγκόσμια γοητεία, να έχει μια παγκόσμια αίγλη χάριν στο παρελθόν της.  Και οι μύθοι έχουν την αξία τους, τη ρεαλιστική τους διάσταση.

 

Όταν πήρε το χρυσό μετάλλιο η Πατουλίδου στα 100 μέτρα μετ’ εμποδίων στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης το 1992, παρ’ ότι αυτό συνέβη χάρη στο πέσιμο στο τελευταίο εμπόδιο της προπορευόμενης Αμερικανίδας, όλο το στάδιο φώναζε «Γκρέθια-Γκρέθια».  Δεν φωνάζουν για όλες τις χώρες έτσι.

Υπάρχουν όμως κι αξιόλογες διεθνούς κύρους προσωπικότητες που έχουν πει τον τελευταίο καιρό ορισμένα «περίεργα» πράγματα.  Πέρα από τον Καραμανλή που ζητούσε την μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα (οι αγώνες αυτοί μπορούν να μετακινούνται, άλλες παγκόσμιες δρστηριότητες όμως όχι), ο γάλλος πρόεδρος Μιτεράν, επισκεπτόμενος την Αθήνα την άνοιξη του 1993, δήλωνε: «Δεν θα με εξέπληττε αν η χώρα σας γνώριζε κάποτε ένα δεύτερο χρυσό αιώνα».  Ο διάσημος άγγλος σκηνοθέτης Πίτερ Μπρουκ πάλι πρόσφατα είπε: «Στην Ελλάδα υπάρχει η δυνατότητα για ποιότητα.  Όλοι την αναγνωρίζουν όταν βλέπουν τις κολόνες στη Δήλο ή τα μάρμαρα του Παρθενώνα.  Κι αν υπήρξε κάποτε η ποιότητα σε ένα τόπο μπορεί να επιστρέψει πάλι».  Κι ο επίσης διάσημος γάλλος διαφημιστής Σεγκελά: «Η Ευρώπη θα περίμενε από την Ελλάδα νέες ιδέες και πολιτισμικές προτάσεις».

 

Για να μπορέσει βέβαια μια μικρή χώρα να γίνει διεθνές κέντρο σε έναν ή σε περισσότερους τομείς, χρειάζεται να έχει τη διεθνή, μερική ή ολική, υποστήριξη για κάτι τέτοιο.  Υπάρχει περίπτωση κάποιες από τις μεγάλες δυνάμεις, στο διεθνή ανταγωνισμό τους, να εξυπηρετούνταν και να ευνούσαν μια τέτοια εξέλιξη.  Όπως επίσης για διαφορετικούς λόγους να την ευνοούσαν ποικίλες και διαφορετικές μικρές χώρες της γης, αλλά και η διεθνής επιστημονική και καλλιτεχνική κοινότητα, η διεθνής νεολαία, το ανερχόμενο παγκόσμιο οικολογικό κίνημα.

 

Τομείς στους οποίους θα μπορούσαμε να διεκδικήσουμε να παίξουμε ένα ρόλο διεθνούς και προστατευόμενου κέντρου διαπολιτισμικής συνάντησης κι επικοινωνίας είναι ο πολιτισμός, η οικολογία και η πολιτική.

Μια διεθνής ακαδημία επιστημών υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, ένα Κέντρο παγκόσμιας ιστορίας και διαπολιτισμικής συνάντησης ή ένα κέντρο παγκόσμιας προστασίας του περιβάλλοντος, διεθνή πανεπιστήμια μυθολογίας, φιλοσοφίας, ιστορίας, πολιτικής, γλωσσολογίας κ.λ.π. θα μπορούσαν να έχουν την έδρα τους σε διάφορα σημεία της χώρας.  Στην Αθήνα, στους Δελφούς, στη Βεργίνα, στην Ολυμπία, στη Λέσβο, στην Κρήτη κ.ο.κ.

 

Προϋπόθεση γι’ αυτή την ουτοπία, που στα άκρα της είναι ο στόχος να γίνει σταδιακά η Ελλάδα ένα είδος  Σύγχρονων Δελφών της Ανθρωπότητας, είναι βέβαια ο ριζικός αναπροσονατολισμός του σύγχρονου νεοελληνικού πολιτισμού.

Δεν μπορείς να απαιτήσεις να γίνεις κέντρο διαπολιτισμικής συνάντησης ή προστασίας του περιβάλλοντος, εάν δεν δώσεις πρώτος το παράδειγμα ενός  νέου πολιτισμού ανοχής, συνεννόησης, επικοινωνίας, σεβασμού των ανθρώπων και της φύσης στο εσωτερικό σου και στον άμεσο περίγυρό σου.

Και δεν μπορείς επίσης να δώσεις αυτό το παράδειγμα, εαν δεν έχεις την κατάλληλη παιδεία και μιαν ανάλογη ιεράρχηση αξιών και στόχων.

Θα ήμασταν διατεθειμένοι εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες και πόσοι, να επιδιώξουμε την αύξηση της ευημερίας μας, του πραγματικού ιδιωτικού μας πλούτου, μέσα από την αύξηση του δημόσιου πλούτου μας;  Θυσιάζοντας, ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές του, ιδιωτικά εισοδήματα κι αγαθά για τα δημόσια-ιδιωτικά αγαθά της παιδείας, του περιβάλλοντος, του πολιτισμού.

 

Υπάρχουν ουτοπίες που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.  Ουτοπίες που οδήγησαν σε αντίθετα από τα επαγγελλόμενα αποτελέσματα και ουτοπίες που πραγματοποιήθηκαν εν μέρει.  Μια τέτοια ουτοπία ήταν και η ελληνική επανάσταση του 1821.  Που ξεκίνησε από την επιθυμία ολίγων Ελλήνων και ξένων να ανασυστήσουν ένα μνημείο, που κατάφερε να επιβιώσει μέσα στους αιώνες.  Το μνημείο αυτό μπορεί σήμερα να συντηρηθεί και να αναπτυχθεί, εαν κατορθώσει να παράξει σύγχρονο πολιτισμό.  Που δεν θα είναι αρχαίος, μιμητικός ή ξενόφοβος, αλλά σύγχρονα δημιουργικός.  Δηλαδή αυτόφωτος επειδή αποδέχεται και τον ετεροφωτισμό του. 

 

 

 

 

Ιδιωτικός πλούτος, δημόσια φτώχεια

«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 6.2.1994»

 

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Έκθεσης Ανθρώπινης Ανάπτυξης του ΟΗΕ για το 1990, η Ελλάδα καταλαμβάνει τη 24η θέση ανάμεσα σε σύνολο 160 χωρών  στο γενικό δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης (ο δείκτης αυτός προσδιορίζεται από το συνυπολογισμό  των επιπέδων υγείας, εισοδήματος, εκπαίδευσης).

Από την 24η θέση κατρακυλάει στην 39η ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης κι ακόμα πιο κάτω, στην 105η θέση, ως προς τις εκπαιδευτικές δαπάνες (υπολογιζόμενες ως ποσοστό επί του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, ΑΕΠ).

Ανατρέχοντας πάντα στην ίδια έκθεση, η Ελλάδα εμφανίζεται ως η χώρα με το μεγαλύτερο δημόσιο έλλειμα ως ποσοστό πάλι του ΑΕΠ, ενώ ανάμεσα στις 23 χώρες του ΟΟΣΑ καταλαμβάνει την τελευταία θέση στις εισπράξεις από τη φορολογία εισοδήματος.

Οι δημόσιες δαπάνες για έρευνα (%επι του ΑΕΠ), που θεωρείται ως ο κατεξοχήν μακροπρόθεσμης απόδοσης τομέας για μια κοινωνία, φτάνουν στο ένα τέταρτο του μέσου όρου των αντίστοιχων δαπανών της ΕΟΚ των «12».  Όμως το μέσο ατομικό εισόδημα στην Ελλάδα είναι το μισό περίπου του μέσου ατομικού στην ΕΟΚ, στην πραγματικότητα τα τρία τέταρτα, αν συνυπολογιστούν τα μη δηλούμενα εισοδήματα από την παραοικονομία.

 

Όλα τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν ότι η Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλες χώρες δεν υστερεί τόσο ως προς τα ατομικά εισοδήματα των κατοίκων της όσο ως προς τα δημόσια εισοδήματα και αγαθά της.

Το ίδιο διαπιστώνει και ο Έλληνας επισκέπτης κάποιας άλλης ευρωπαϊκής χώρας: το ατομικό εισόδημα του Έλληνα εργάτη, υπάλληλου, επιστήμονα, επιχειρηματία, δεν υστερεί πολύ του ατομικού εισοδήματος του ομολόγου του Γερμανού, Άγγλου ή Ιταλού.  Εκεί που υστερούμε ακόμα περισσότερο είναι στα δημόσια αγαθά (παιδεία, δημόσια διοίκηση και υπηρεσίες, διαμόρφωση πόλεων κ.λ.π.).

Κακή δημόσια διοίκηση και υπηρεσίες, υποβαθμισμένη παιδεία, άσχημες πόλεις κι άχαρες κωμοπόλεις, αυθαίρετα εν μέσω καταπατημένων ρεμάτων, δημόσια ελλείμματα, φοροδιαφυγή, είναι συγκοινωνούντα δοχεία ενός φαινομένου ιδιωτικού πλούτου και δημόσιας φτώχειας που χαρακτηρίζει την ελληνική πραγματικότητα.

 

Οι περισσότεροι πολίτες θεωρούν ότι εξυπηρετούν καλύτερα το ατομικό τους συμφέρον, ενδιαφερόμενοι μόνο για τη συσσώρευση ατομικού πλούτου κι αδιαφορώντας ή και υποκλέπτοντας το δημόσιο πλούτο.  Στην πραγματικότητα με την αντίληψη αυτή κλέβουν τον ίδιο τους τον εαυτό.  Καταστρέφουν το φυσικό περιβάλλον, τις πόλεις τους, την παιδεία τους, τα παιδιά τους, τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, την κοινωνική συνοχή, τη συλλογική κι ατομική τους ευημερία.

Οι αιτίες γι’ αυτήν την κατάσταση είναι πολλές και λειτουργούν επίσης σαν συγκοινωνούντα δοχεία.  Ορισμένες από αυτές:

-Η «μνήμη» των φόρων στον Τούρκο κατακτητή και της προσπάθειας αποφυγής τους.

-Ένα νεοελληνικό κράτος που όταν πρωτοσυγκροτήθηκε δεν ήταν τελείως δικό μας.  Βαυαροί το διοικούσαν.  Ένα κράτος που συχνά πυκνά δεν ήταν όλων μας.  Εθνικός διχασμός, εμφύλιος πόλεμος, μετεμφυλιοπολεμικές διακρίσεις, δικτατορία.  Ένα κράτος που συχνά αντιμετώπιζε κι αντιμετωπίζει τους πολίτες ως υπηκόους του κι αυτοί το κράτος ως το δυνάστη τους.  Με μια σχέση «ο κλέψας του κλέψαντος ανάμεσά τους.  Οι ιστορικά διαμορφούμενες συμπεριφορές μεταφέρονται ασυνείδητα από γενιά σε γενιά.

Δεν είναι τυχαίο ότι το να κλέβεις το κράτος, είναι εν μέρει συνώνυμο στην Ελλάδα, ή τουλάχιστο στη συνείδηση πολλών πολιτών, με τη μαγκιά (μάγκα ονομάζονταν την εποχή του 21 η ομάδα από άτακτους πολεμιστές), την επαναστατικότητα, την ευφυΐα, καμμιά φορά ακόμα και με το ήθος.

-Η ανταγωνιστική σχέση κράτους-πολιτών διαιωνίζεται από τη συμπεριφορά των σύχρονων πολιτικών.  Που συχνά διαχειρίζονται το κράτος, τις δημόσιες υποθέσεις του, σαν να είναι τσιφλίκι τους ή με μοναδικό και ύψιστο κριτήριο την παραμονή ή την άνοδό τους στην εξουσία.  Κατόπιν τούτου οι πολίτες δεν έχουν εμπιστοσύνη ότι οι θυσίες που εκάστοτε καλούνται να καταβάλουν, πρώτον είναι δίκαια κατανεμημένες, δεύτερον δεν θα πάνε χαμένες στο βωμό της αυτοαναπαραγωγικής διάθεσης των πολιτικών.

-Ο λαός που λίγες δεκαετίες μόλις πριν αντιμετώπιζε μεγάλα προβλήματα στοιχειώδους επιβίωσης, που ήθελε όσο γίνεται πιο γρήγορα και εύκολα να εξασφαλίσει τα στοιχειώδη κι αν τα κατάφερνε, ακόμα και να πλουτίσει.  Να φτάσει επίσης τις καταναλωτικές δυνατότητες των πιο προηγμένων οικονομικά κοινωνιών.  Μια τάση εν μέρει δικαιολογημένη.

 

Εν μέρει στο παρελθόν και καθόλου στο παρόν.  Αφού η επιθυμία γρήγορου κι εύκολου πλουτισμού οδήγησε μεν στη σημαντική βελτίωση του ατομικού βιοτικού επιπέδου αλλά και στη σημερινή ασφυξία, από πολλές απόψεις, του βίου καθώς και στη μακροχρόνια υπονόμευση των προϋποθέσεων ευζωΐας (περιβαλλοντικών, εκπαιδευτικών, οικονομικών).

Εκτός του ότι χάσαμε αγαθά που τα διαθέταμε εμείς και τα ζήλευαν οι άλλοι και φτάσαμε να τα απολαμβάνουμε όσο κι αυτοί, μια φορά το χρόνο στις διακοπές, κι αναφέρομαι στο φυσικό περιβάλλον, υποσκάψαμε κι αυτή καθ’ εαυτή την οικονομική ανάπτυξη.  Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του κατά κεφαλήν εισοδήματος στην Ελλάδα το 1965-1980 ήταν διπλάσιος του μέσου όρου όλων των χωρών της γης και μιάμισυ φορά μεγαλύτερος του μέσου όρου της ΕΟΚ.  Τη δεκαετία όμως 1980-1990 τα πράγματα αντιστράφηκαν: ο ρυθμός αυτός έφτασε να είναι κατά μέσο όρο σ’ όλες τις χώρες του κόσμου και της ΕΟΚ τρείς φορές περίπου μεγαλύτερος απ’ ότι στην Ελλάδα.

 

Οι δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης του ιδιωτικού πλούτου, για την πλειοψηφία των πολιτών, έχουν εξαντληθεί.  Ο άκρατος ατομισμός, η υποτίμηση των δημόσιων αγαθών, η καταναλωτική μανία, η μονομερής ταύτιση ιδιωτικού πλούτου κι ευτυχίας οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη χειροτέρευση των όρων ζωής.  Το δείχνουν τα πλημμυρισμένα σπίτια, οι σειρήνες των αυτοκινήτων που ηχούν, οι υποβαθμισμένες πόλεις μας, οι βαριεστημένοι απλήρωτοι δάσκαλοι και οι αγχωμένοι με δύο και τρεις δουλειές γονείς που νομίζουν ότι διασφαλίζουν την ψυχική και πνευματική υγεία των βλασταριών τους ξοδεύοντας το περίσσευμά τους σε ιδιωτικά μαθήματα.

Το δείχνουν τα διογκούμενα ψυχικά αδιέξοδα νέων και πρεσβύτερων, πλούσιων και φτωχών.

Αλλά κι αυτή καθεαυτή η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα δεν μπορεί να προχωρήσει δίχως μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην παιδεία, στο περιβάλλον, στην έρευνα, στον πολιτισμό, στη δημόσια διοίκηση, στην υποδομή.  Επενδύσεις δηλαδή που δεν φέρνουν άμεσα χρήματα στους πολίτες κι άμεσα πολιτικά οφέλη στους πολιτικούς.

 

Ποιοί πολιτικοί ή ποιοί πολίτες θα τολμήσουν να διακηρύξουν το αυτονόητο αλλά και να το κάνουν ιδιωτική πράξη, δίνονοντας το παράδειγμα, ότι ο ιδιωτικός πλούτος στην Ελλάδα (με την ευρεία έννοια του πλούτου), μπορεί ν’ αναπτυχθεί μόνο με την αύξηση του δημόσιου πλούτου.  Τη μείωση δηλαδή της ιδιωτικής καταναλωτικής μανίας, μείωση δίκαια βέβαια κατανεμημένη ανάλογα με τις δυνατότητες του καθενός.

Όσο η αλήθεια αυτή υποκρύπτεται, οι πολιτικοί θα εξαπατούν εν γνώσει τους τους πολίτες, μια μειοψηφία πολιτών θα εξακολουθεί να πλουτίζει, αλλά να μη χαίρεται και πολύ τα πλούτη της, ενώ η πλειοψηφία ούτε θα πλουτίζει ούτε θα χαίρεται.