Η σημασία και τα όρια της πολιτικής

Η πολιτική θα ανταποκρινόταν στον ορισμό και στο περιεχόμενό της, εφόσον προοριζόταν κι ασχολούνταν με τη διαχείρηση των δημόσιων υποθέσεων των ατόμων-πολιτών.  Αυτή η διαχείρηση μπορεί να μεταβάλει ορισμένες μόνο από τις παραμέτρους της ατομικής ζωής των ανθρώπων, ενώ άλλες δεν μπορεί.

Παρ’ όλα αυτά, για άλλους η πολιτική είναι το παν και είναι συνώνυμη της ελπίδας.  Γιά άλλους δεν έχει καμμία σημασία και είναι συνώνυμη της ματαιότητας, ενώ για κάποιους τρίτους είναι συνώνυμη της απάτης και της αρχομανίας.

Η υπερεκτίμηση ή η υποεκτίμηση της σημασίας και των δυνατοτήτων της πολιτικής, η διαστrέβλωση του αρχικού νοήματος και του προορισμού της, ξεκινά σε μεγάλο βαθμό από την επένδυση σε αυτή λυτρωτικού χαρακτήρα ατομικών προσδοκιών, που καμμιά πολιτική, καμμιά θρησκεία, καμμιά φιλοσοφία και καμμιά επιστήμη δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει.

Είτε ακολουθείται η μια πολιτική, είτε η άλλη, πάντα οι άνθρωποι θα γνωρίζουν στη ζωή τους περιόδους «παχιών» και περιόδους «ισχνών» αγελάδων, ευ-τυχία ή καλοτυχία και δυσ-τυχία ή κακοτυχία, χαρές και λύπες.  Λύπες από αρρώστιες, θανάτους, φυσικές καταστροφές, ερωτικές απογοητεύσεις, συγκρίσεις του «καλύτερου» και του «χειρότερου» ανάμεσά τους.

Η προσδοκία γεμίσματος δια μέσου της πολιτικής διαχρονικών και πανανθρώπινων κενών φορτίζει την πολιτική με ιδιότητες που δεν τις διαθέτει.  Αυτό γεννά την απογοήτευση από συγκεκριμμένες πολιτικές και την αντίρροπη ανάπτυξη άλλων πολιτικών με εξίσου φαντασιακές προσδοκίες και τελικά μέσα σε ένα φαύλο κύκλο την εξουδετέρωση και των όποιων πραγματικών δυνατοτήτων της πολιτικής.

Ορισμένοι από τους πολιτικούς ηγέτες είναι συχνά ευφυείς και ικανοί άνθρωποι, ίσως μάλιστα να διαθέτουν και πραγματικές ικανότητες διαχείρησης των δημόσιων υποθέσεων.  Δεν παύουν όμως να είναι «ανθρωπάκια», θνητοί όπως όλοι μας και κάποια στιγμή κλατάρουν.  Αρκετοί από τους πολιτικούς ηγέτες, αν όχι οι περισσότεροι, επειδή έχουν κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες κι επειδή όπως κι όλοι οι άνθρωποι θα προτιμούσαν να μην κλατάρουν, την ψωνίζουν, νομίζουν ότι είναι θεοί ή ημίθεοι κι επιδιώκουν να ξορκίσουν την αναπόφευκτη «μικρότητά» τους.  Παραμυθιάζουν τον εαυτό τους και τους πολίτες, που επίσης θέλουν να ξορκίσουν τή δική τους «μικρότητα», ότι έχουν μαγικές ιδιότητες και ικανότητες, καλλιεργούν δε γι’ αυτό ψευδείς κι απραγματοποίητες προσδοκίες.  Για την ακρίβεια οι πολιτικοί, οι περισσότεροι τουλάχιστον και σήμερα σ’ ένα βαθμό όλοι, εκμεταλλεύονται και καλλιεργούν τις ψευδείς φαντασιακές προσδοκίες των πολιτών, ενώ οι πολίτες προσδοκούν από τους πολιτικούς την υλοποίηση των δικών τους φαντασιακών προσδοκιών.

Οι μεν ξορκίζουν δια μέσου των δε τη «μικρότητά» τους.

Οι ψευδείς προσδοκίες που καλλιεργεί ο ένας ηγέτης, όπως είναι αναπόφευκτο κάποια στιγμή διαψεύδονται.  Για να μη φανεί η διάψευση, καλλιεργούνται νέες ψευδείς προσδοκίες, επιρρίπτονται ευθύνες στην υπονόμευση των αντιπάλων, ενώ επιστρατεύονται κομπίνες για να καλύψουν τη διάψευση ή για να απαλύνουν τον πόνο που αυτή προκαλεί.  Ο φανατισμός εντείνεται, ενώ η διαχείρηση των δημόσιων υποθέσεων πάει κατά διαόλου.

Νέοι ηγέτες εμφανίζονται για να καταπολεμήσουν το κακό, που όμως κι αυτοί έχουν και καλλιεργούν ανάλογες ψευδαισθήσεις με τους προηγούμενους ηγέτες.  Οι πολίτες που δεν είναι οπαδοί ή που δεν είναι τελείως οπαδοί, απογοητεύονται με αυτό το σκηνικό, αρνούνται να συνεργαστούν στην εξαπάτηση, αισθάνονται περιθωριοποιημένοι κι αδύναμοι, στέκονται στην άκρη και σιωπούν, ο φαύλος κύκλος εντείνεται.

Οι πολίτες αυτοί γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να περιμένουν τα πάντα από την πολιτική, απέχοντας όμως τελείως από τη δημόσια διαχείρηση των υποθέσεων, την αφήνουν έρμαιο των πιο επικίνδυνων ηγετών και των πιό ανεγκέφαλων οπαδών.

Η συμμετοχή στη δημόσια διαχείρηση, ακόμα και χωρίς την μεγάλη από αυτήν προσδοκία, απαιτεί τη διάθεση κάποιου προσωπικού χρόνου και κόπου.  Με δεδομένο ότι η πολιτική δεν μπορεί να μεταβάλει δραματικά τις ατομικές παραμέτρους της ζωής, εκείνοι που το αντιλαμβάνονται αυτό, προτιμούν να απέχουν της πολιτικής αναθέτοντας αυτή την «αγγαρεία» σε αυτούς που υπερτιμούν τη σημασία της πολιτικής.  Η πολιτική υποβαθμίζεται τότε τόσο πολύ, που αρχίζει να επηρεάζει πιο έντονα και τις ατομικές παραμέτρους της ζωής.

Όταν η πολιτική σαπίσει τελείως, τότε εκδηλώνονται ανώμαλες καταστάσεις, πόλεμοι, πραξικοπήματα, επαναστάσεις.  Οι πιό γελοίοι και μανιακοί των γελοίων και μανιακών υπεισέρχονται στη δημόσια ζωή ως σωτήρες.  Κάπως έτσι, σε τέτοιες στιγμές σήψης ανέβηκε στην εξουσία ο Χίτλερ, ή ο δικός μας Παπαδόπουλος.

Οι πιο συνετοί κι αξιοπρεπείς των πολιτών, που πριν αηδίαζαν με την πολιτική, αναλαμβάνουν δράση.  Η δράση όμως τότε ενέχει προσωπικό κίνδυνο.  Νέες θεωρίες και ουτοπικές επενδύσεις αναπτύσσονται για να δικαιολογήσουν το ρίσκο.  Κάπως έτσι γεννήθηκαν διάφορα επαναστατικά κινήματα και η μετέπειτα απογοήτευση από αυτά.

Το ένα σενάριο όπως δείχνει η ιστορική πείρα είναι η ανασυγκρότηση δια μέσου της καθόδου.

Ποιά θα είναι η κάθοδος για την Ελλάδα;  (Πριν από τη δικτατορία του 1967 δεν πίστευαν ότι θα γίνει κι όμως έγινε).

Ποιά καινούργια μορφή θα πάρει;  Ποιά θα είναι η κάθοδος για όλο τον κόσμο;  Η διαφαινόμενη οικολογική καταστροφή ή κάποια άλλη;  (Και πριν από τον τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν πίστευαν ότι αυτός μπορεί να γίνει κι όμως έγινε).

Το άλλο σενάριο είναι, χάρις σε αυτήν την ιστορική πείρα, η πολιτική δραστηριοποίηση, η συμμετοχή στη διαχείρηση των δημόσιων υποθέσεων εκείνων των πολιτών που δεν επενδύουν στην πολιτική την άρση της «μικρότητάς» τους, το γέμισμα των υπαρξιακών τους κενών.  Η αφιέρωση μικρού ποσοστού του προσωπικού τους χρόνου και κόπου στις δημόσιες παραμέτρους της ζωής τους.  Για να μην λυμαίνονται κι υποβαθμίζουν αυτές τις παραμέτρους οι κάθε λογής αφοσοιωμένοι και φανατισμένοι λυτρωτές.

Σε αυτό το πλαίσιο έχει ιδιαίτερη σημασία η επισήμανση του σημερινού Γερμανού Προέδρου Ρ. Βάϊτσεκερ «Ο ναζισμός δεν νίκησε στη Γερμανία επειδή υπήρχαν πολλοί φασίστες.  Αλλά επειδή δεν υπήρχαν πολλοί δημοκράτες».